- ληφθείς
- (-εντός), είσα, εν1) полученный;
η ληφθείςείσα [επιστολή — полученное письмо;
2) принятый;η ληφθείςείσα απόφαση — принятое решение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η ληφθείςείσα [επιστολή — полученное письмо;
η ληφθείςείσα απόφαση — принятое решение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ληφθείς — λαμβάνω a aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδίζω — (Α μηδίζω) 1. διάκειμαι φιλικά ή προσχωρώ στους Μήδους, υπερασπίζομαι τα συμφέροντα τών Μήδων, παίρνω το μέρος τών Μήδων, ακολουθώ τους Μήδους («ὁ Μεγάβαζος στρατηγὸς ληφθεὶς ἐν τῇ χώρῃ Ἑλλησποντίων τοὺς μὴ μηδίζοντας κατεστρέφετο», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek